ξετιμώ

ξετιμώ
ξετιμώάω μετ.
1) давать оценку (чему-л.); оценивать (что-л.); 2) ценить, уважать (кого-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξετιμώ" в других словарях:

  • ξετιμώ — άω 1. καθορίζω την τιμή ενός πράγματος, αποτιμώ κάτι 2. εκτιμώ, υπολήπτομαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ τιμῶ (αόρ. εξετίμησα), με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξ[ε] )] …   Dictionary of Greek

  • ξετιμώ — ξετίμησα 1. καθορίζω την τιμή πράγματος: Ο πραγματογνώμονας ξετίμησε τη ζημιά του αυτοκίνητου. 2. εκτιμώ, θεωρώ κάποιον άξιο τιμής: Τον ξετίμησε πολύ ο εργοδότης του για τη δουλειά που έκανε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξετιμητής — ο [ξετιμώ] εκτιμητής …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»